- τελετουργός
- -όν, Αιερουργός, μυσταγωγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -ουργός* (< ἔργον), πρβλ. ιερ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
τελετουργία — η, ΝΑ [τελετουργός] νεοελλ. 1. εκκλ. η σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη διεξαγωγή τών ιερών εκκλησιαστικών ακολουθιών ή τελετών, αλλ. ιερουργία, ιεροτελεστία, ιεροπραξία 2. (κοινων. ανθρωπολ.) ιδιωτική ή δημόσια μαγική πράξη ή τελετή με… … Dictionary of Greek
τελετουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη… … Dictionary of Greek
τελετουργώ — τελετουργῶ, έω, ΝΑ [τελετουργός] (για ιερέα) τελώ τελετή, ιερουργώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάτι με τελετουργικό τρόπο … Dictionary of Greek